ῥαφανηδόν

ῥαφανηδόν
ῥᾰφᾰν-ηδόν, Adv.
A radish-like, of fractures, Erot. s.v. ἀτρεκέως, Gal.10.424, Sor.Fract.10; cf. καυληδόν.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥαφανηδόν — radish like indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραφανηδόν — Α επίρρ. (για κατάγματα) με μορφή ραφανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥαφάνη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”